Τους ισχυρισμούς ότι τα ροφήματα με ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά προκαλούν παχυσαρκία διαψεύδει μελέτη που παρουσιάστηκε από τον Δρ Ανταμ Ντρουνοβσκι, διευθυντή του Κέντρου για τη Δημόσια Υγεία και...
Διατροφή στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια του 20ου Διεθνούς Συνεδρίου Διατροφής (15-20/9) στη Γρανάδα, της Ισπανίας. Η νέα ανάλυση της Έρευνας για τη Διατροφή και τη Δημόσια Υγεία στις ΗΠΑ (US-NHANES) από τον καθηγητή Επιδημιολογίας, Ανταμ Ντρουνοβσκι, απέδειξε ότι τα γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων μπορούν να είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη διαχείριση της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Αναγνωρίζοντας ότι οι διαβητικοί και τα παχύσαρκα άτομα αποτελούν τους μεγαλύτερους χρήστες ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών, οι μελέτες του Δρ Ντρουνοβσκι έδειξαν ότι η χρήση τους συνδέεται με την προσπάθεια απώλειας βάρους αφού αυτό έχει αυξηθεί, αποτελώντας έτσι παράδειγμα αυτού που επιστημονικά αποκαλείται «σχέση αντίστροφης αιτιότητας» (reverse causality). Περίπου 30% των ενηλίκων στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, 19% σε ροφήματα χαμηλών θερμίδων και περίπου 12% σε επιτραπέζια γλυκαντικά. Η χρήση τους είναι συχνότερη από τις γυναίκες υψηλότερων εισοδημάτων και ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, ενώ αυξάνεται με την ηλικία, φθάνοντας στο μέγιστο επίπεδό της στα άτομα μεταξύ 45 και 64 ετών. Η διατροφική συμπεριφορά, οι συνήθειες, καθώς και η συνολική ποιότητα της διατροφής των ατόμων που καταναλώνουν ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά, έρχονται σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζονται οι ιστορίες εκφοβισμού των μέσων ενημέρωσης», ανέφερε ο Δρ Ντρουνοβσκι, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη συμπεριφορά τους στα θέματα υγείας και για το διατολόγιό τους συνολικά. Όσον αφορά τους 22.000 καταναλωτές ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης, ο Δρ Ντρουνοβσκι διαπίστωσε ότι παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα συμμόρφωσης με τις διατροφικές κατευθυντήριες οδηγίες, έχουν αυξήσει την πρόσληψη φρούτων, λαχανικών και προϊόντων ολικής άλεσης, προσλαμβάνουν λιγότερα λίπη και νάτριο, και τρώνε λιγότερη ζάχαρη απ’ ότι οι μη καταναλωτές. Επιπλέον, τα άτομα που κατανάλωναν ροφήματα και τρόφιμα χαμηλών θερμίδων παρουσίασαν αυξημένη σωματική δραστηριότητα, ενώ πολλά από αυτά ήταν πρώην καπνιστές. Είναι πιο πιθανό τα άτομα αυτά να προσπαθούν να χάσουν ή να μην πάρουν βάρος, χρησιμοποιώντας ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά για το σκοπό αυτό. Οι μελέτες μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της χρήσης ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών και του γεγονότος ότι κάποιος είναι υπέρβαρος. Οι καταναλωτές είναι πιθανότερο να είχαν γίνει υπέρβαροι πριν ξεκινήσουν να χρησιμοποιούν γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων.
Έτσι, παρ’ όλο που οι καταναλωτές ροφημάτων με γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων μπορεί να έχουν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες προσπαθούν να χάσουν βάρος ή να ελέγξουν το βάρος τους», κατέληξε ο ερευνητής.
Διατροφή στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια του 20ου Διεθνούς Συνεδρίου Διατροφής (15-20/9) στη Γρανάδα, της Ισπανίας. Η νέα ανάλυση της Έρευνας για τη Διατροφή και τη Δημόσια Υγεία στις ΗΠΑ (US-NHANES) από τον καθηγητή Επιδημιολογίας, Ανταμ Ντρουνοβσκι, απέδειξε ότι τα γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων μπορούν να είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη διαχείριση της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Αναγνωρίζοντας ότι οι διαβητικοί και τα παχύσαρκα άτομα αποτελούν τους μεγαλύτερους χρήστες ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών, οι μελέτες του Δρ Ντρουνοβσκι έδειξαν ότι η χρήση τους συνδέεται με την προσπάθεια απώλειας βάρους αφού αυτό έχει αυξηθεί, αποτελώντας έτσι παράδειγμα αυτού που επιστημονικά αποκαλείται «σχέση αντίστροφης αιτιότητας» (reverse causality). Περίπου 30% των ενηλίκων στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, 19% σε ροφήματα χαμηλών θερμίδων και περίπου 12% σε επιτραπέζια γλυκαντικά. Η χρήση τους είναι συχνότερη από τις γυναίκες υψηλότερων εισοδημάτων και ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, ενώ αυξάνεται με την ηλικία, φθάνοντας στο μέγιστο επίπεδό της στα άτομα μεταξύ 45 και 64 ετών. Η διατροφική συμπεριφορά, οι συνήθειες, καθώς και η συνολική ποιότητα της διατροφής των ατόμων που καταναλώνουν ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά, έρχονται σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζονται οι ιστορίες εκφοβισμού των μέσων ενημέρωσης», ανέφερε ο Δρ Ντρουνοβσκι, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη συμπεριφορά τους στα θέματα υγείας και για το διατολόγιό τους συνολικά. Όσον αφορά τους 22.000 καταναλωτές ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης, ο Δρ Ντρουνοβσκι διαπίστωσε ότι παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα συμμόρφωσης με τις διατροφικές κατευθυντήριες οδηγίες, έχουν αυξήσει την πρόσληψη φρούτων, λαχανικών και προϊόντων ολικής άλεσης, προσλαμβάνουν λιγότερα λίπη και νάτριο, και τρώνε λιγότερη ζάχαρη απ’ ότι οι μη καταναλωτές. Επιπλέον, τα άτομα που κατανάλωναν ροφήματα και τρόφιμα χαμηλών θερμίδων παρουσίασαν αυξημένη σωματική δραστηριότητα, ενώ πολλά από αυτά ήταν πρώην καπνιστές. Είναι πιο πιθανό τα άτομα αυτά να προσπαθούν να χάσουν ή να μην πάρουν βάρος, χρησιμοποιώντας ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά για το σκοπό αυτό. Οι μελέτες μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της χρήσης ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών και του γεγονότος ότι κάποιος είναι υπέρβαρος. Οι καταναλωτές είναι πιθανότερο να είχαν γίνει υπέρβαροι πριν ξεκινήσουν να χρησιμοποιούν γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων.
Έτσι, παρ’ όλο που οι καταναλωτές ροφημάτων με γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων μπορεί να έχουν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες προσπαθούν να χάσουν βάρος ή να ελέγξουν το βάρος τους», κατέληξε ο ερευνητής.